ωτεγχύτης

ωτεγχύτης
ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ
νεοελλ.
είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση τού εσωτερικού τού αφτιού
αρχ.
είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. -της*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠτεγχύται — ὠτεγχύτης ear syringe masc nom/voc pl ὠτεγχύτᾱͅ , ὠτεγχύτης ear syringe masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτεγχύτου — ὠτεγχύτης ear syringe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτεγχύτῃ — ὠτεγχύτης ear syringe masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύστρα — η (ΑΜ ξύστρα) νεοελλ. 1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας 2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια») 3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”